- προσψυχω
- προσψύχωπροσ-ψύχω(ῡ) досл. отдаваться всей душой, перен. приникать
(τύμβῳ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τύμβῳ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσψύχω — Α 1. (για άνεμο) πνέω ψυχρός 2. αφοσιώνομαι με την ψυχή και το σώμα μου, αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά 3. μτφ. πονώ για κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψύχω «ψυχραίνω, κρυώνω»] … Dictionary of Greek
προσψύχετε — προσψύ̱χετε , προσψύχω blow cold pres imperat act 2nd pl προσψύ̱χετε , προσψύχω blow cold pres ind act 2nd pl προσψύ̱χετε , προσψύχω blow cold imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)